Ιωάννα Ν. Τριπερίνα
Ψυχολόγος MSc.

 

 

Βιογραφικό | Υπηρεσίες | BlogΕπικοινωνία

 

 

 

 

Ελληνικό Ορθόδοξο Χριστιανικό Ήθος και Ψυχολογία

 

 

 

 

 

Ταπείνωση

Επιστήμη και πίστη

Τα επιστημονικά αδιέξοδα και η διέξοδος της πίστης

Η επιστήμη και το επάγγελμα της ψυχολογίας στην υπηρεσία της χριστιανικής ζωής ως θεραπείας

Το ορθόδοξο χριστιανικό ήθος

Το χριστιανικό ήθος

Το ορθόδοξο ήθος

Ορθόδοξο χριστιανικό ήθος

 

 

 

Ταπείνωση

Σεπτέμβριος, 17, 2024, Σοφίας, Αγάπης, Ελπίδας, Πίστεως.

Στον Λίβανο, γράφουν τα σημερινά νέα, έγινε ένα πρωτοφανές χτύπημα στη Χεζμπολάχ από το Ισραήλ. Εκρηκτικός μηχανισμός που είχε μυστικά τοποθετηθεί σε μια ολόκληρη παρτίδα τηλεασυρμάτων και είχε προωθηθεί στα μέλη της Χεζμπολάχ για την μεταξύ τους επικοινωνία, εκπυρσοκρότησε ταυτόχρονα, σκοτώνοντας 10 ανθρώπους και τραυματίζοντας (τυφλώνοντας, ακρωτηριάζοντας) άλλους 3.000. Τρελό. Παρανοϊκό. Εξωφρενικό. Αδιανόητο. Τρομακτικό. Τρομοκρατικό.

Τα νέα των μέσων ενημέρωσης γράφουν, επανειλημμένα, μια φράση που μου έκανε εντύπωση "ταπεινωτικό χτύπημα". Το Ισραήλ ταπείνωσε τη Χεζμπολάχ. Με συντάραξε αυτή η διατύπωση. Σε πόσο μεγάλη έκπτωση ήθους βρισκόμαστε; Στον πόλεμο όλα επιτρέπονται; Τρομοκρατικά τρομοκρατούνται οι τρομοκράτες; Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί αυτή η φράση στην αντιληπτική θεώρηση των συντακτών της;

Η έννοια της ταπείνωσης είναι προσωπική: εγώ ταπεινώνομαι, δηλαδή εγώ έχω ταπείνωση, εγώ είμαι ταπεινός (σεμνός) απέναντι στην ταπεινότητα του άλλου (σεμνού) στα πλαίσια μιας ισότιμης σχέσης. Όταν ταπεινώνω κάποιον άλλο, τότε έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου και υποτιμώ τον άλλο, τον απαξιώνω: ο "ταπεινωτής" και ο "ταπεινωμένος" είναι ένα ζευγάρι εξαθλιωμένο, που αντιπροσωπεύει την άκρα σήψη και αλλοτρίωση του ανθρώπινου είδους. Ως παρατηρητής γουρλώνω τα μάτια, χάνω τα λόγια, μπλοκάρει η σκέψη μου, ακινητοποιούμαι, μέχρι να κουνήσω το κεφάλι μου και ταπεινά να αντισταθώ σε αυτή την κατρακύλα. Ποια είναι η ταπεινή αντίσταση; Η αντίσταση του μυαλού στην τρέλα της βίας, στην παράνοια του πολέμου.

Copyright, 17.9.24, Ιωάννα Ν. Τριπερίνα.

 

 

Επιστήμη και πίστη

Μια μέθοδος ψυχοθεραπείας είναι η ψυχανάλυση, μια τοπολογική επιστημονική θεωρία για την κατανόηση της αλληλεπίδρασης ψυχής και σώματος, που μελέτησε ο Φρόυντ και μεταγενέστεροί του, και που πιο εύκολα περιγράφεται με το γνωστό παγόβουνο.


 

"Αυτό" 
Ασυνείδητο.
Παρορμήσεις, ανάγκες, επιθυμίες.
Λειτουργεί με βάση την αρχή της ηδονής (από την ικανοποίηση βασικών ενστίκτων): Έρως (αναπνοή, θρέψη, σεξ) και Θάνατος (επιθετικότητα, βία).
Είναι χαοτικό και παράλογο.

"Υπερεγώ" 
Λειτουργεί με βάση τις ηθικές αξίες και μας παρακινεί να συμπεριφερόμαστε με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, "πρέπει".
Είναι υπεύθυνο για την επιβράβευση (συναισθήματα περηφάνιας και ικανοποίησης) και την τιμωρία (συναισθήματα ντροπής και ενοχών).
Είναι το κομμάτι του ασυνείδητου που αποτελεί τη "φωνή της συνείδησης" (να κάνουμε το σωστό), δηλαδή, είναι και ασυνείδητο και συνειδητό. Αποτελεί την κύρια πηγή αυτοκριτικής και ελέγχει τις παρορμήσεις του "Αυτό", που είναι απαγορευμένες από την κοινωνία.

"Εγώ"
Το μοναδικό κομμάτι της συνειδητής μας προσωπικότητας.
Λειτουργεί με βάση την αρχή της πραγματικότητας, προσπαθώντας να φέρει την ισορροπία ανάμεσα στο "Αυτό" και το "Υπερεγώ".
Ιδανικά λειτουργεί με τη λογική και λαμβάνει αποφάσεις.
Αν το "Εγώ" αδυνατεί να χρησιμοποιήσει την αρχή της πραγματικότητας και ένα άτομο νιώθει στρες, ασυνείδητοι μηχανισμοί άμυνας χρησιμοποιούνται για να αποτρέψουν τα δυσάρεστα συναισθήματα, πράγμα που προσωρινά οφελεί, μακροπρόθεσμα όμως καθιστά δυσλειτουργικό το "Εγώ". Η αποκατάσταση αυτής της λειτουργίας είναι ο σκοπός της ψυχανάλυσης.

Υπάρχουν κι άλλες επιστημονικές θεωρίες, πάρα πολλές, εκατοντάδες, που μελέτησαν τη σχέση ψυχής και σώματος, στην προσπάθειά τους να θεραπεύσουν τον άνθρωπο (το αιώνιο αίτημα του ανθρώπου είναι η θεραπεία της ψυχής του), η κάθε μια τονίζοντας περισσότερο τη συμβολή του σώματος, άλλη της συμπεριφοράς, άλλη του πολιτισμού κλπ.

Η τρισυπόστατη οντότητα του ανθρώπου ως σώμα, ψυχή και πνεύμα, όπως τη συναντούμε στον χριστιανισμό, μοιάζει να "εξορίζεται" από την ψυχοθεραπεία. Η πνευματική διάσταση του ανθρώπου, ως μυστηριακή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό μέσω της πίστεως, αφήνεται στην άκρη, να καταπιαστεί μαζί της η θεολογία. Να μην μπερδευτεί η επιστήμη με την πίστη μήπως "μαγαριστεί", είτε το ένα, είτε το άλλο. Αυτός ο διαχωρισμός, όμως δεν κάνει "φτωχότερη" την ανθρώπινη ύπαρξη περιορίζοντάς την στο σώμα και την ψυχή; Κι από την άλλη διαφαίνεται ότι αυτός ο διαχωρισμός τείνει να κάνει την πίστη εξεζητημένη σχέση με τον Θεό καλλιεργημένων ανθρώπων (μέσω της επιστήμης) και όχι σχέση με τον Θεό του απλού ανθρώπου  που δεν έχει γνώσεις, έχει απλώς το βίωμα. Το εξηγούμε παρακάτω.

Ο διαχωρισμός τη σχέσης σώματος-ψυχής (από τη μια) και πνεύματος (από την άλλη) οδηγεί σε μία αντίληψη γραμμική και αιτιώδη. Για παράδειγμα, στην πεποίθηση ότι η ψυχική δυσλειτουργία είναι αναπόφευκτο να οδηγεί σε πνευματική δυσλειτουργία. Κι έτσι αναδύεται η επιστήμη του σώματος και της ψυχής (ψυχοθεραπεία;) που, θεραπεύοντάς τα, μπορεί να επιτρέψει στον θεραπευμένο άνθρωπο τη λειτουργική σχέση με τον Θεό (πνευματική σχέση). Τότε, η αρρωστημένη θρησκευτικότητα (υπαρκτό φαινόμενο) είναι αποτέλεσμα της έλλειψης επιστημονικής παρέμβασης στη σχέση ψυχής και σώματος. Η επιστήμη ως προϋπόθεση της πίστης. Είναι, όμως έτσι, ή είναι μόνον έτσι;

Εάν δεν διαχωριστούν, στην αντίληψή μας, σώμα-ψυχή και πνεύμα, τότε η μεταξύ τους σχέση είναι συναφειακή, και πιο σωστά αλληλοεπιδραστική. Για παράδειγμα, εάν θαύμα είναι η βαθειά πίστη ότι ο Θεός θεραπεύει, τότε, η πνευματική φώτιση και σύνδεση με τον Θεό οδηγεί στη θεραπεία της ψυχής και του σώματος. Δηλαδή, λειτουργεί κι από την αντίστροφη πλευρά: μπορεί να υπάρχει σχέση με τον Θεό (πίστη) και να μην υπάρχει ψυχική λειτουργικότητα, αλλά να αναζητείται αυτή διακαώς. Και μπορεί, ακριβώς αυτός ο ενθουσιασμός στη σχέση με το Θεό, αυτή η πίστη ως τρόπος ζωής, να γίνεται η ίδια το θεραπευτικό πλαίσιο. Στο "χρόνο" του Χριστού ήταν μια στιγμή: "από αυτή τη στιγμή είσαι θεραπευμένος". Στον ανθρώπινο "χρόνο", είναι ...40 μέρες, 40 μήνες, 40 χρόνια, 40 κύματα...

Αυτή η θεώρηση, στη δική μας αντίληψη και σκέψη, ανοίγει δρόμους θεραπείας. Η πίστη ως μέσο θεραπείας. Η σχέση με τον Θεό ως μέσο θεραπείας. Η καλλιέργεια αυτής της σχέσης ως μέσω θεραπείας. Η αναζήτηση αυτής της σχέσης ως μέσο θεραπείας. Ανεξάρτητα από μια συγκεκριμένη επιστημονική σχολή (πχ. Ψυχανάλυση). Αναζήτηση με επιστημονικές μεθόδους, όχι επειδή έτσι πρέπει να γίνει, αλλά επειδή έτσι μπορεί να κάνει ένα επιστημονικό μυαλό. Ένα μυαλό που έχει καλλιεργηθεί επιστημονικά, που έχει "γραμμένη" στους νευρώνες του τη δυνατότητα επιστημονικής σκέψης. Αλλιώς δεν είναι απαραίτητη η επιστήμη στη σχέση με τον Θεό. Τόσοι άνθρωποι γνώρισαν τον Θεό και ήρθαν κοντά του χωρίς να έχουν ίχνος επιστημονικής σκέψης, παρά μόνο τον Θείο έρωτα να Τον φτάσουν, καλλιεργώντας μια πνευματική σχέση μαζί του. Έτσι, η πίστη, ως πνευματική σχέση, γίνεται τρόπος ζωής και φυσικό μέσο θεραπείας τους - σε καμία περίπτωση δεν γίνεται αυτοσκοπός.

Κάτι έλειπε, λοιπόν, από το παγόβουνο της ψυχανάλυσης. Το παγόβουνο δεν είναι αποκομμένο από οτιδήποτε άλλο. Ακουμπάει στη γη που περιτριγυρίζεται από τον ουρανό. Το παγόβουνο έχει από πάνω του έναν ουρανό που του επιτρέπει να κοιτάει ψηλά...

 



Αφήστε που στους ορισμούς της (δυτικής) ψυχολογίας αναφέρεται ότι είναι η επιστήμη του νου (mind) και όχι η επιστήμη της ψυχής. Εάν η επιστήμη της ψυχολογίας δεν ασχολείται με την ψυχή αλλά με τον νου τότε πολλά πράγματα χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε...

 

Να και ένα πιθανό "θεραπευτικό σχήμα" με τη συμμετοχή επιστημόνων, απελευθερωμένων από τα "δεσμά" της επιστήμης τους. Ένας τρόπος απελευθέρωσης είναι η διεπιστημονικότητα (συμμετοχή επιστημόνων με επίπεδο εκπαίδευσης 6-8), και ένας άλλος τρόπος είναι η συμμετοχή βοηθών (οι οποίοι έχουν επίπεδο εκπαίδευσης 1-5).

Εντελώς ενδεικτικό, χαρακτηριστικό, "θεραπευτικό σχήμα":

Πρόληψη: Παιδαγωγός, Φιλόλογος, κλπ.
Θεραπεία: Βιολόγος, Ψυχολόγος, Θεολόγος
Αποκατάσταση: Κοινωνιολόγος, Ανθρωπολόγος, κλπ.
 

Copyright, 17.8.24, Ιωάννα Ν. Τριπερίνα.

 

 

Τα επιστημονικά αδιέξοδα και η διέξοδος της πίστης

Επιστήμη και πίστη

Η επιστήμη, από τον Διαφωτισμό ως τις μέρες μας, έχει ορθολογιστική, υλιστική, ντετερμινιστική, αναγωγιστική κοσμοθεωρία, η οποία έχει στερήσει από τον άνθρωπο το νόημα της ζωής, που είναι φυσική του ανάγκη. Ό,τι ο άνθρωπος βιώνει ως υπαρξιακά σημαντικό (ιδέες, σκέψεις, συναισθήματα...), η επιστήμη το θεωρεί επιφαινόμενο, αναπαράσταση, μη πραγματικό, ψευδαίσθηση, ή ως το χημικό αποτέλεσμα που δημιουργείται από νευρώνες για λόγους ενίσχυσης συμπεριφορών που αυξάνουν την πιθανότητα επιβίωσης και αναπαραγωγής των ανθρώπων. Ωστόσο, το νόημα της ζωής ο άνθρωπος το ψάχνει από τα βάθη των αιώνων ως σήμερα στην αναζήτηση του εαυτού, του άλλου, του σκοπού, του κόσμου, της αιωνιότητας.

Η επιστήμη της ψυχολογίας έχει προοδεύσει τόσο που επιτρέπει στους ανθρώπους να κατανοούν πολλά για την ανθρώπινη σκέψη, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά επιτρέποντας αξιόπιστες και ακριβείς προβλέψεις στον πραγματικό κόσμο και παρέχοντας μια αίσθηση τάξης στο σύμπαν των ατόμων και των ομάδων, συμβάλλοντας στη ψυχοσωματική υγεία και ευημερία. Αυτές οι κοσμικές πηγές νοήματος, όμως,  δεν απαντούν στο αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου, στο οποίο απαντούν οι θρησκείες, στη δική μας περίπτωση, η Αγία Γραφή με την πατερική γραμματεία που ερμηνεύει την Αγία Γραφή μέσα από το εκκλησιαστικό βίωμα των μυστηρίων. Η Χριστιανική πίστη απαντάει στην υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου για το θάνατο. Η επιστήμη δεν έχει υπαρξιακές ανησυχίες, οπότε δεν χρειάζεται να δίνει απαντήσεις. Η επιστήμη εξηγεί τον κόσμο. Η θρησκεία επεκτείνει τον κόσμο.

«Δεν υπάρχει Θεός και η επιστήμη μπορεί να εξηγήσει καλύτερα το σύμπαν από ό,τι μια θρησκεία», υποστηρίζει ο Βρετανός φυσικομαθηματικός και κοσμολόγος Στίβεν Χόκινγκ (1942-2018) στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Σύντομες απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα».

«Κι αν ακόμα δεν υπήρχε Θεός, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε», προτείνει ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Βολταίρος (1694-1778).

Και τον εφηύραν! Οι θεωρίες του "ευφυή σχεδιασμού" και του "δημιουργισμού", που είναι γνωστές από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, χωρίς να αναφέρονται σε έναν συγκεκριμένο Θεό, αφήνουν να εννοηθεί μια θεότητα που νοηματοδοτεί τον κόσμο, όπως όλοι έχουν ανάγκη. Κι ας κοντράρονται με τη θεωρία της εξέλιξης, που τις αποκαλεί ψευδοεπιστήμες, αυτές έχουν επιστημονικά επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού. Χρειάζονται όμως επιστημονικά επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού; Τι Θεός θα ήταν αυτός που θα χρειαζόταν επιστημονικά επιχειρήματα για να αποδείξει την ύπαρξή του;

Πιστεύουμε στην αξία και τη σημασία της επιστημονικής προόδου. Αλλά η επιστήμη δεν είναι η μόνη οδός προς την αλήθεια*, γιατί μια τέτοια οδός θα ήταν πολύ περιορισμένη, ακόμα κι αν διατείνεται η επιστήμη ότι μπορεί να προσφέρει μια αίσθηση πνευματικότητας επισημαίνοντας τη σύνδεση όλων των επιμέρους επιστημών της.
[Φυσικές επιστήμες: Χημεία, Φυσική, Βιολογία, Αστρονομία, Γεωεπιστήμες, όλες βασίζονται στα Μαθηματικά και τη Λογική.
Μαλακές επιστήμες: Ιστορία και Ανθρωπιστικές επιστήμες (όλες όσες σχετίζονται με τον άνθρωπο, την κοινωνία, τον πολιτισμό).
Για παράδειγμα, οι οικονομολόγοι μελετούν την «προσφορά» και τη «ζήτηση», οι κοινωνιολόγοι μελετούν την «κοινωνική δομή» και την «παρέκκλιση» και οι ψυχολόγοι μελετούν τα «συναισθήματα», την «κουλτούρα», τις «διαομαδικές σχέσεις» και την «προσωπικότητα».]
* «Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια και η ζωή», απάντησε ο Ιησούς Χριστός στους μαθητές του που ρώτησαν ποιος είναι ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό.

Πίστη καί ἀπιστία

Ἡ πίστη δέν εἶναι κάποια ἀόριστη καί ἀφηρημένη θεωρία, μιά ὡραία ἰδεολογία καί μιά συμφέρουσα θρησκευτική ἄποψη. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι βίωμα, ἦθος, τρόπος ζωῆς καί ὑπάρξεως. Πίστη σημαίνει ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ νά γίνει ζωή μου. Μέ τήν πίστη ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει τίς δεσμεύσεις τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου τοῦ μεταπτωτικοῦ κόσμου καί ἀνάγεται ἀπό τά ἐπίγεια στά οὐράνια, ἀπό τά πρόσκαιρα στά αἰώνια, ἀπό τά ρέοντα στά ἑστῶτα, ἀπό τόν θάνατο στήν ὄντως ζωή. Διά τῆς πίστεως βλέπει τούς οὐρανούς νά διηγοῦνται τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, βλέπει τήν οὐσιοποιό, ζωοποιό ἀλλά καί τελεσιουργό χάρη τοῦ Δημιουργοῦ ἐντός τοῦ κόσμου. Αὐτή ἡ πίστη μπορεῖ νά τόν προβληματίσει καί νά τόν φρονηματίσει. Ἡ δέ ἄρνηση τῆς πίστεως στόν Θεό ἀποτελεῖ παραφροσύνη.

Ἡ ὀρθόδοξη πίστη

Ἡ πίστη μας ἐκκινεῖται ἀπό τήν ἀποδοχή τῆς ἐν Χριστῷ φανερώσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί ὁλοκληρώνεται στήν κατόπιν πνευματικῆς προσπάθειας προσωπική συνάντηση καί μυστηριακή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἕνωση τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό. Σέ μία συνάντηση καί ἕνωση ἡ ὁποία ἐντοπίζεται στά ἔργα, τά ἔργα τῆς πίστεως, διότι χωρίς ἔργα ἡ πίστη εἶναι νεκρή καί τό ἀντίθετο, τά ἔργα δίχως τήν πίστη εἶναι τύπος δίχως οὐσία, πομπώδεις ἐνέργειες μέ ἄλλα κίνητρα καί στόχους, συνήθως τήν προσωπική καταξίωση καί προβολή, στερημένα τῆς ἀγάπης στόν πλησίον. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη μᾶς ὁδηγεῖ στήν προσευχή γιά τούς ἄλλους, στό νά μοιραζόμαστε, νά χαιρόμαστε στήν χαρά τοῦ ἄλλου, νά λυπούμαστε στήν λύπη του, νά σκεπτόμαστε τόν αἰώνιο προορισμό μας, νά μάθουμε νά ὑπομένουμε, νά ἐλπίζουμε, νά ἐγκρατευόμαστε καί νά χαιρόμαστε τήν ἁπλότητα καί τήν λιτότητα.

Περιορισμοί της επιστήμης και η ελευθερία της πίστης

Η κοσμική δυτική κοινωνία είναι μια από τις πρώτες στην ιστορία που οικοδόμησε μια ευρέως διαδεδομένη κοσμοθεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα είναι ασήμαντη για τον κόσμο. Η ανάγκη να αισθάνεται κανείς ότι η ζωή του έχει υπαρξιακή σημασία μπορεί, επομένως, να είναι μια ανθρώπινη οικουμενική ανάγκη. Εάν μια ανάγκη για αυτό το είδος νοήματος είναι μέρος της κληρονομιάς του είδους μας, το να λέμε στους ανθρώπους να σταματήσουν να την αναζητούν ή να προτείνουμε ότι μια τέτοια αναζήτηση είναι αφελής, είναι απίθανο να είναι αποτελεσματικό. Η έρευνα της Tracy et al (2024) προτείνει ότι η ιδεολογία του επιστημονικού υλισμού -αλλά όχι των επιστημονικών μεθόδων, της πρακτικής ή των υφιστάμενων/σωζόμενων δεδομένων- μπορεί να είναι μια αιτία της αδυναμίας πολλών Δυτικών να αισθανθούν ότι η ζωή τους έχει υπαρξιακή σημασία. Η αναγνώριση αυτής της πιθανότητας και η αμφισβήτηση του κατά πόσο αυτή η ιδεολογία είναι αναγκαίο μέρος της επιστημονικής κοσμοθεωρίας, θα μπορούσε να διευκολύνει την ανάπτυξη μιας πιο υπαρξιακά καλλιεργημένης αλλά ακόμα περισσότερο επιστημονικά ακριβούς προοπτικής.

Ξεκινώντας από την περιγραφή της σύγχρονης επιστήμης της ψυχολογίας, θα κάνουμε μια ιστορική αναδρομή για το πώς φτάσαμε ως εδώ για να καταλήξουμε στο προς τα πού πηγαίνουμε από εδώ κι έπειτα:

Η επιστημονική προσέγγιση ότι όλα τα έμβια όντα δεν είναι τίποτα περισσότερο από εξ ολοκλήρου φυσικές μηχανές, τείνουμε να πιστεύουμε (προσωπικά, ως επιστήμονας ψυχολόγος) ότι είναι φονταμενταλιστική.
Πάντως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημόνων, ακολουθώντας τους κανόνες της κυρίαρχης επιστήμης (του υλισμού και του αναγωγισμού) εξακολουθούν να τείνουν να πιστεύουν ότι τα προϊόντα της ανθρώπινης νόησης είναι κατασκευές, δεν είναι πραγματικά, είναι ψευδαισθήσεις. Ότι είναι απλές εννοιολογικές αναπαραστάσεις/εργαλεία που χρησιμοποιούμε για να εξηγήσουμε τη συμπεριφορά φυσικών οντοτήτων όπως των ανθρώπων, των εγκεφαλικών κυττάρων, ή των ορμονών και των νευροδιαβιβαστών. Ορισμένοι νευροεπιστήμονες φτάνουν στο σημείο να προτείνουν ότι πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε και να μιλάμε με όρους εννοιολογικών αναπαραστάσεων (πχ. "Αγάπη") και ζητούν να σκεφτόμαστε και να μιλάμε με όρους εγκεφαλικών μηχανισμών που διαμορφώνουν τις συγκεκριμένες συμπεριφορές που επιδιώκουμε να κατανοήσουμε.

Αυτή η επιστημονική θεώρηση για τη φύση της πραγματικότητας δεν ήταν πάντα έτσι. Προέκυψε τους τελευταίους αιώνες, ξεκινώντας από τον Γαλιλαίο (1564-1642) και στη συνέχεια τον Καρτέσιο (1596-1650), οι οποίοι τον 17ο αιώνα (Διαφωτισμός: ανθρωπισμός, ορθολογισμός, αισθησιοκρατία, φυσικό δίκαιο, ελευθερία, πρόοδος, ανεκτικότητα, αδελφότητα, συνταγματική διακυβέρνηση, διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους) έκαναν διάκριση μεταξύ μαθηματικής και αντιληπτικής πραγματικότητας, υποστηρίζοντας ότι μόνο η πρώτη θα μπορούσε να είναι θέμα επιστημονικής έρευνας. Για παράδειγμα: η θερμοκρασία, είναι αντικειμενική και πραγματική, αλλά οι ανθρώπινες αντιλήψεις για το ζεστό και το κρύο είναι μη μετρήσιμες και επομένως αντιεπιστημονικές, υποκειμενικές εμπειρίες.

Έτσι, όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες, και ειδικά η δική μας επιστήμη της ψυχολογίας (για να είναι επιστήμες) στράφηκαν προς το να αναπτύξουν όλο και πιο περίτεχνους τρόπους ποσοτικοποίησης και αντικειμενοποίησης των μη μετρήσιμων εμπειριών των ανθρώπων που εγκυροποιούνταν από την πρόβλεψη της συμπεριφοράς των νευροδιαβιβαστών. Με αυτόν τον τρόπο όμως, η ψυχολογία έχανε τον πλούτο των ποιοτικών δεδομένων, το απύθμενο βάθος της ανθρώπινης εμπειρίας και συνείδησης.

Η ευκαιρία δόθηκε με τη "Γενική Θεωρία των Συστημάτων", όπως την διατύπωσε το 1968 ο βιολόγος Ludwig von Bertalanffy με επιρροές από την κυβερνητική και την πληροφορική στη μελέτη των ζωντανών συστημάτων σε συνδυασμό με παρατηρήσεις από το χώρο της φυσικής και της βιολογίας: κάθε αλλαγή σε κάποιο στοιχείο του συστήματος επιφέρει αλλαγές σε ολόκληρο το σύστημα. Ως σύστημα ορίζεται ένα σύνολο στοιχείων σε αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση. Όσοι ψυχολόγοι μελετούν τις σχέσεις, τον πολιτισμό και τις ομαδικές διαδικασίες γνωρίζουν ότι για να κατανοήσουμε αυτά τα συστήματα δεν μπορούμε απλώς να τα χωρίσουμε στα επιμέρους μέρη που τα αποτελούν, επειδή το ευρύτερο σύστημα επηρεάζει τη συμπεριφορά κάθε ατόμου μέσα σε αυτό. Η συστημική θεώρηση είναι πιο πιθανό να αναγνωρίσει την υπαρξιακή σημασία της ανθρώπινης ζωής ως μέρος του ευρύτερου συστήματος του σύμπαντος, αντί να εστιάσει στο πώς τα ανθρώπινα σώματα μπορούν να αναλυθούν σε χωρίς νόημα άτομα, όπου πιθανότατα θα εστίαζε η νευροβιολογική και συμπεριφοριστική βάση της συμπεριφοράς. Αυτή την ευκαιρία χρειάστηκε η σύγχρονη ψυχολογία για να ξεφύγει από τα δεσμά της νευροβιολογίας και της ποσοτικοποίησης. Πολλοί ψυχολόγοι έχουν από καιρό αναγνωρίσει αυτό το γεγονός τουλάχιστον σιωπηρά.

Σύμφωνα με τον Bateson, στο σύγγραμμα "Νους και Φύση" (1979), η συνείδηση ​​είναι η γέφυρα μεταξύ των κυβερνητικών δικτύων των ατόμων, της κοινωνίας και της οικολογίας και η αναντιστοιχία μεταξύ των συστημάτων λόγω ακατάλληλης κατανόησης θα έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση ολόκληρου του υπέρτατου κυβερνητικού συστήματος ή νου. Παρόλο που είχε προταθεί ότι θα αποδειχτεί, δεν έχει αποδειχτεί ως αυτή τη στιγμή η νευροβιολογική βάση της συνείδησης. Στη συστημική θεώρηση, η συνείδηση ​​δεν είναι μια ευδιάκριτη ανθρώπινη εμπειρία που προκαλείται από συγκεκριμένες εγκεφαλικές ενεργοποιήσεις αλλά, αντίθετα, μια μη αναγώγιμη, θεμελιώδης ιδιότητα της φύσης, όπως η μάζα ή η ενέργεια.

Οι μελετητές στο δικό μας πεδίο της ψυχολογίας έχουν επίσης σημειώσει περιορισμούς ορισμένων πτυχών της υλιστικής ιδεολογίας της επιστήμης, όπως ότι οι επιστημονικές παρατηρήσεις μπορούν να είναι ουδέτερες και αντικειμενικές. Η αρχή της αβεβαιότητας του νομπελίστα Φυσικού Heisenberg (1971) όταν εφαρμοστεί στην ψυχολογία καταδεικνύει την «προκατάληψη επιβεβαίωσης», όπου οι ερευνητές είναι πιο πιθανό να αποδεχτούν αποτελέσματα που επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη πιστεύουν, την «εννοιολογική εξάρτηση των αποδείξεων», όπου οι εννοιολογικές αντιλήψεις των μελετητών διαμορφώνουν τα στοιχεία που συλλέγουν και τις αναλύσεις που διεξάγουν, και την «προκατάληψη μεροληψίας», όπου η επίδραση της φυλής και του φύλου των μελετητών και των συμμετεχόντων υπονομεύουν την πιθανότητα ανεξαρτησίας μεταξύ παρατηρητή και παρατηρούμενου. Αντί να αγνοούν αυτούς τους περιορισμούς, οι ψυχολόγοι θα μπορούσαν να εξετάσουν τα οφέλη της εναλλακτικής λύσης που προτείνουν η Tracy et al (2024): "Αν διδάξουμε ανεκτικότητα για θεωρίες που αποδέχονται την δυνητικά μη υλική φύση της συνείδησης, την επίδραση που έχουν οι παρατηρητές σε αυτό που παρατηρούν ή την ανάγκη μελέτης συνόλων για να κατανοήσουμε τα μέρη τους, ίσως αρχίσουμε να αποφορτίζουμε την ψυχολογική-επιστημονική κοινότητα, το αναγνωστικό κοινό μας, τους μαθητές μας και, τελικά, το ευρύτερο κοινό από τον υλιστικό φονταμενταλισμό της επιστήμης. Μπορεί να συνεχίσουμε να στηριζόμαστε στον υλισμό όταν κάνουμε ερωτήσεις σχετικά με τις νευρικές βάσεις της προσοχής, της μνήμης ή του συναισθήματος, αλλά αποδεχόμαστε ότι για «σκληρότερες» ερωτήσεις σχετικά με το νόημα της ύπαρξής μας ή την αιτία της υποκειμενικής επίγνωσης, ο υλισμός μπορεί να μην παρέχει όλες τις απαντήσεις." Κατά τη δική μας πεποίθηση αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε να επιτρέψει νέους τρόπους εύρεσης υπαρξιακού νοήματος μέσα σε ένα επιστημονικό πλαίσιο, συνδέοντας άρρηκτα την επιστήμη με την πίστη.

Ἡ βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς πίστεως

Δυστυχῶς ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ γαλουχημένος μέ τίς ἀρχές τῆς λογικῆς διανοήσεως, δίνει μεγαλύτερη σημασία στήν κτιστή ἀνθρώπινη λογική παρά στήν πίστη πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐγκλεισμένος στό κέλυφος τοῦ ἐγωϊσμοῦ ἐμπιστεύεται μόνο τόν ἑαυτό του, τήν προσωπική του κρίση, καί ἀγνοώντας τόν Θεό ἐκδιώκει τόν Χριστό ἀπό τήν προσωπική του ζωή. Καί ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἀναμφίβολα ἐπιτυγχάνει μία ἁλματώδη ἐπιστημονική καί τεχνολογική ἀνάπτυξη, ἡ ὁποία διευκολύνει τήν καθημερινότητά του, βιώνει ὅλο καί βαθύτερα τίς συνέπειες τῶν προβλημάτων του, κοινωνικῶν, ψυχολογικῶν, ὑγείας, φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἄλλων, καταλήγοντας σέ ἀδιέξοδο στό ὁποῖο ἐγκλωβίζεται. Καί νομίζει ὅτι εὐτυχεῖ, ἐνῶ δυστυχεῖ. Ἐν τέλει δέ ὑποτάσσεται στήν κοινή τῶν θνητῶν μοίρα, τήν ὁποία οὐδεμία κτιστή δύναμη μπορεῖ νά ὑπερφαλαγγίσει, τόν θάνατο, ὄχι μόνο τόν σωματικό ἀλλά καί τόν πνευματικό, λόγω τοῦ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου φρονήματός του. Οἱ Χριστιανοί, οἱ βιοῦντες τό μυστήριο τῆς πίστεως, ἀντιμετωπίζουμε τίς ἀδυναμίες τοῦ περιβάλλοντός μας καί τίς θλίψεις ὡς πνευματικά γυμνάσματα καί ἀθλήματα, δεχόμαστε τά ἐπί μέρους περιστατικά τῆς ζωῆς μας ὡς φανερώσεις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς καί προσπαθοῦμε ἐν μέσω αὐτῶν νά καταβάλουμε τήν δική μας ἀγωνιστική προσπάθεια ἀπό τήν ἔπαλξη στήν ὁποία ταχθήκαμε. Ζοῦμε τήν ὑπακοή τῆς πίστεως καί δέν ὑποχωροῦμε στίς προκλήσεις τοῦ κόσμου οὔτε καί ἀφομοιωνόμαστε ἀπό αὐτόν. Εὑρισκόμενοι ἐντός τῆς νοητῆς Κιβωτοῦ τῆς Ἐκκλησίας, κοινωνοῦμε μυστηριακῶς μετά τοῦ Χριστοῦ, ἀξιολογοῦμε μέ διάκριση τό καλό καί ἀγαθό καί μέ σωφροσύνη θέτουμε τίς πνευματικές προτεραιότητες γιά τόν πρόσκαιρο τοῦτο βίο. Ὁ Θεός, ὁ Τριαδικός Θεός στόν Ὁποῖο πιστεύουμε, δέν ἀποτελεῖ μία μακρινή ὕπαρξη, ἕναν ἀπρόσιτο Θεό, μία ἀόριστη δύναμη. Ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος σαρκώθηκε, ἔπαθε καί σταυρώθηκε γιά ἐμᾶς καί τοῦ Ὁποίου ἡ Ἀνάσταση μᾶς δίνει τήν ἐλπίδα καί τήν εὐκαίρια τῆς αἰώνιας ζωῆς, εἶναι συνέχεια παρών στήν ζωή μας.

_ _ _
Το κείμενο αυτό είναι ένας διάλογος που δημιούργησα μεταξύ των συγγραφέων

του άρθρου των:
Jessica L. Tracy, Ian Hohm & Ari Makridakis (2024). Does Science Erode Meaning? Current Directions in Psychological Science, Sage Journals.

και του κειμένου του:
† Φ. Ἀ., «ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» , 11 Αυγούστου 2024, APIΘ. ΦΥΛ. 32 (3715) (τα αποσπάσματα σε πολυτονικό σύστημα).

Τα πνευματικά δικαιώματα των πρωτότυπων ιδεών των συγγραφέων ανήκουν στους ίδιους.
_ _ _

 

Copyright, 13.8.24, Ιωάννα Ν. Τριπερίνα.



 

Η επιστήμη και το επάγγελμα της ψυχολογίας στην υπηρεσία της χριστιανικής ζωής ως θεραπείας.

Πώς ο επιστήμονας-επαγγελματίας ψυχολόγος, ως ταπεινό μέλος της χριστιανικής ζωής, συμβάλλει στη θεραπεία του ανθρώπου.

 

Εκείνο τον καιρό, καλοκαίρι ήταν ο εποχή αλλά επικρατούσε κακοκαιρία, λιμοί, λοιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί – δεν πήγαιναν καλά τα πράγματα – ένας δεκαεπτάχρονος, ο Γιάννης, είχε απορίες. Κι εγώ ως ψυχολόγος προσπαθούσα να στοιχειοθετήσω απαντήσεις, δανειζόμενη χωρία από θεολογικές πηγές*.

 

-        - Τελικά υπάρχει το κακό; Υπάρχει ο διάβολος; Ποιο είναι το έργο του και ποια η σχέση του με τον καλό Θεό;

Ο διάβολος εἶναι πρόσωπο πού δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς ἄγγελος και, ὅταν ἔχασε τήν κοινωνία μαζί του, ἔγινε σκοτεινό πνεῦμα, διάβολος. Ὁ διάβολος, ὡς πρόσωπο, ἔχει αὐτεξούσιο, δηλαδή ἐλευθερία, τήν ὁποία δέν παραβιάζει, οὔτε καταργεῖ ὁ Θεός.

Τό ἔργο τοῦ διαβόλου εἶναι καταστρεπτικό. Μισεῖ ὑπερβολικά τόν ἄνθρωπο καί ὅλη τήν δημιουργία. Διακατέχεται ἀπό ὑπερβολική θανατηφόρο μισανθρωπία. Ὁ σατανᾶς κατόρθωσε μέ ἀπάτη καί δόλο νά ὑποδουλώσει στά πάθη καί τήν ἁμαρτία τόν ἄνθρωπο.

Τα πάθη και η αμαρτία είναι ανθρώπινα. Η υποδούλωση όμως σε αυτά είναι έργο του διαβόλου.

Ο ρόλος του διαβόλου είναι να εργάζεται με τα ψυχολογικά προβλήματα του ανθρώπου και να τα ενισχύει. Κι ενώ τα ψυχολογικά προβλήματα, οι άσχημες σκέψεις, τα δυσάρεστα συναισθήματα, οι κακές συμπεριφορές, η ψυχική ασθένεια, είναι ανθρώπινα πάθη, που ο ίδιος ο πολιτισμός μας τα καλλιεργεί, προάγοντας έναν τρόπο ζωής τον οποίο ως αδύναμο ον ο άνθρωπος υιοθετεί, ταλαιπωρώντας τον εαυτό του, τους άλλους και τη φύση, ο διάβολος εξοικειώνει τον άνθρωπο με αυτά. Τον κάνει να μην έχει μέτρο, να μην διακρίνει το καλό από το κακό, τον υποδουλώνει στο κακό που το μεταμορφώνει σε καλό, μπερδεύοντας τελικά τον άνθρωπο και εγκαταλείποντάς τον. Κάνει τον άνθρωπο που έχει μια «πληγή» να επιτρέπει στον διάβολο να του την ξύνει με ακάθαρτα χέρια, την ώρα που αυτή η «πληγή» χρειάζεται φροντίδα.

Και γιατί ο διάβολος θέλει να «ξύνει πληγές»; Ἡ αἰτία πού ὁδήγησε τον διάβολο στήν πράξη αὐτή ἦταν ὁ φθόνος. Ἐφθόνησε ὁ διάβολος τόν Ἀδάμ, γιατί τόν ἔβλεπε νά διαμένει στόν χῶρο τῆς ἀκέραιης καί ἀναφαίρετης ἀπολαύσεως, τόν Παράδεισο. Πιάστηκε λοιπόν από ένα ανθρώπινο ελάττωμά του και εκτροχιάσε τον άνθρωπο. Αὐτή ἡ προσβολή καί ἡ προσπάθεια τοῦ διαβόλου νά παρασύρει τόν ἄνθρωπο στά πάθη γίνεται σταδιακά. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει ὅτι ὁ σατανᾶς δέν ὑπαγορεύει ἀπευθείας τήν ἁμαρτία καί τήν ξέχωρη ἀπό τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας βιοτή, ἀλλά «κατά μικρόν ὑποκλέπτει πανούργως» μέ τό νά ὑποψιθυρίζει στόν ἄνθρωπο τήν σκέψη ὅτι μπορεῖ νά παραμένει στήν ἀρετή καί νά γνωρίζει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τί πρέπει νά κάνει, χωρίς κάν νά ἐκκλησιάζεται καί χωρίς νά ὑπακούει στούς ποιμένες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅταν κατορθώσει νά τόν βγάλει ἀπό τήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἀπομακρύνει ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ προηγουμένως τόν παραδώσει στήν δουλεία τῶν παθῶν. Ο διάβολος, που είναι πράγματι πολύ αδύναμος, φοβάται τον Θεό και επιδιώκει να απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό.

 

-        - Γιατί ο Θεός επιτρέπει την ύπαρξη του κακού, γιατί επιτρέπει στον διάβολο να πολεμά τον άνθρωπο;

Ἡ παντοδυναμία και η καλοσύνη τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν βούλησή Του, δέν καταργεῖ τήν ἐλευθερία τῶν λογικῶν ὄντων. Ἔτσι ἀφήνει τόν διάβολο νά ἐργάζεται τό κακό, ἐπειδή εἶναι πρόσωπο. Ὅμως περιορίζει τό καταστρεπτικό του ἔργο μέ τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ, τόν συγχωρεῖ καί κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο περιορίζει τό βασίλειο τοῦ πονηροῦ, ἡ τελική ὅμως κατάργηση τοῦ κράτους τοῦ διαβόλου θά γίνει κατά τήν Δευτέρα Παρουσία.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀναφέρει πέντε λόγους για τους οποίους ο Θεός επιτρέπει στον διάβολο να πολεμά τον άνθρωπο: Ὁ πρῶτος εἶναι γιά νά ἔλθουμε σέ διάκριση τῆς ἀρετῆς ἀπό τήν κακία, διεξάγοντας αὐτόν τόν ἀγώνα. Ὁ δεύτερος, ὥστε μέ τόν ἀγώνα νά διατηρήσουμε βέβαιη καί ἀμετάθετη τήν ἀρετή. Ὁ τρίτος γιά νά μήν ὑπερηφανευόμαστε, προοδεύοντας στήν ἀρετή, ἀλλά νά θεωροῦμε ὅτι εἶναι δωρεά Θεοῦ. Ὁ τέταρτος γιά νά μισήσουμε τελείως τήν κακία καί ὁ πέμπτος γιά νά μήν ξεχάσουμε τήν δική μας ἀσθένεια (αδυναμία) καί τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὅταν φθάσουμε στήν ἀπάθεια (το να μην έχουμε επιθυμίες και ανάγκες).

 

-        - Μα όλα αυτά ακούγονται σαν ξένα λόγια, βγαλμένα από παραμύθι που δεν ανταποκρίνεται στη σύγχρονη γλώσσα. Πώς απομακρυνθήκαμε τόσο πολύ από αυτές τις πεποιθήσεις και έγινε έτσι όπως είναι σήμερα η ζωής μας;

Τό κακό σήμερα εἶναι ὅτι ὅλος μας ὁ πολιτισμός ἀγνοεῖ αὐτή τήν χριστιανική πραγματικότητα. Γι᾿ αὐτό μποροῦμε μέ βεβαιότητα νά ποῦμε ὅτι ἀφήνουμε τόν ἄνθρωπο ἀλύτρωτο, ἀνίσχυρο καί ἀδύναμο. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ κένωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν Μυστηρίων εἶναι τό πιό ἀποκαρδιωτικό φαινόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς. Γιατί, ἐνῶ τά Μυστήρια δόθηκαν στήν Ἐκκλησία γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, νά ἐξορκίζει, νά πολεμᾶ καί νά νικᾶ τόν σατανᾶ, οἱ ἄνθρωποι τά μετατρέπουν σέ εὐκαιρίες ἀτομικῆς κενοδοξίας καί κοινωνικῆς ματαιοδοξίας, σέ ψιλές τελετές καί παρεχόμενες ὑπηρεσίες. Ὅταν οἱ Χριστιανοί συνάγονται στήν Ἐκκλησία, γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, γιά νά μετάσχουν στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, συντρίβονται οἱ δαιμονικές δυνάμεις –καί αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διατηρεῖ τόν ἄνθρωπο μακριά ἀπό κάθε δαιμονική ἐπιρροή. «Ὅπου δέν εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι οἱ δαίμονες· καί ἐκεῖ πού εἶναι οἱ δαίμονες, οἱ ὀρθοί λογισμοί διαφθείρονται καί διαστρέφονται». Λησμονήσαμε ὡς Ὀρθόδοξοι ὅτι ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί εἰσερχόμεθα σ᾿ αὐτήν ὄχι γιά νά ἐπιτελέσουμε ἕνα τυπικό καθῆκον καί νά δικαιώσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀλλά γιά νά θεραπευθοῦμε καί νά σωθοῦμε· καί ἔτσι νά μαρτυρήσουμε μέσα ἀπό τήν δογματική μας συνείδηση ὅτι Κύριος τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας εἶναι ὁ Χριστός. Ὅποιος γνωρίζει τήν ἀλήθεια, αὐτός οὔτε φοβᾶται οὔτε ἀπελπίζεται.

 

-        - Ποιο είναι το έργο του ψυχολόγου;

Ο ψυχολόγος, με τη βοήθεια του Θεού, βοηθάει τον άνθρωπο να φέρει εις πέρας τον αγώνα του να διακρίνει την αρετή από την κακία (πβ. τον αρχαιοελληνικό μύθο του Ηρακλή**) και να αγωνίζεται διαρκώς να διατηρεί την αρετή (με απέχθεια για την κακία και χωρίς απέχθεια για τον άνθρωπο που κάνει το κακό) δίχως να περηφανεύεται για αυτό ως δικό του κατόρθωμα. Η αρετή αφορά το σώμα, τη σκέψη, το συναίσθημα, τη συμπεριφορά και τις σχέσεις του με τον εαυτό του, τους άλλους, τον κόσμο και τον Θεό, και οι μέθοδοι ενθάρρυνσης, διάκρισης και διατήρησης, είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες.

 

-        - Σε ποιες περιπτώσεις χρειάζεται η παρέμβαση του ψυχολόγου;

Όταν ο άνθρωπος φοβάται, η σκέψη του είναι μπερδεμένη και σκοτεινή, έχει χάνει την ελπίδα του και δεν μπορεί να κάνει επιλογές και να πάρει αποφάσεις, και όταν οι σχέσεις του εμφανίζουν προβλήματα. Μπορεί να έχει απομακρυνθεί από την εκκλησιαστική ζωή, μπορεί να ζει μέσα στην εκκλησιαστική ζωή αλλά να έχει παρεξηγήσει κάποιες πτυχές της, μπορεί να μην ήταν ποτέ μέσα στην εκκλησιαστική ζωή. Σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος χρειάζεται να ζητήσει ο ίδιος την παρέμβαση του ψυχολόγου. Η επιστροφή, η διόρθωση ή η είσοδος στην εκκλησιαστική ζωή δεν είναι αυτοσκοπός του ψυχολογικού έργου. Όλα αυτά φυσικά είναι στην ελευθερία κάθε προσώπου. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η ψυχολογική παρέμβαση που αξιοποιεί την χριστιανική ζωή, με την έννοια ότι γίνεται μέσα σε αυτήν, αξιοποιώντας τις αξίες της, απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως δογματικής πίστης.

 

* Τα αποσπάσματα σε πολυτονικό σύστημα είναι από τη «ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» † Φ. Ἀ., 28 Ἰουλίου 2024, APIΘ. ΦΥΛ. 30 (3713).

 

** Ο μύθος του Ηρακλή, όπως αναφέρεται από τον σοφό Πρόδικο στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα.

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, όταν ο Ηρακλής επρόκειτο να ενηλικιωθεί, δηλαδή στην περίοδο της ζωής του που δεν έχει αποφασίσει ακόμα πώς ακριβώς σκοπεύει να διαχειριστεί την ζωή του, κάποια ημέρα κάθισε σε ένα ερημικό μέρος της Θήβας και άρχισε να σκέφτεται ποια θα είναι η οδός που θα ήταν καλύτερο να ακολουθήσει.

Τότε είδε να εμφανίζονται και να κατευθύνονται προς το μέρος του δύο πολύ ψηλές γυναίκες, με τελείως διαφορετική εμφάνιση και συμπεριφορά. Η μία φερόταν πολύ σεμνά, ήταν καθαρή και ντυμένη με απλά ρούχα. Είχε κίνηση και στάση σεμνή και το βλέμμα της ήταν σοβαρό και μετριόφρον. Η άλλη ήταν πληθωρική και επιδεικτική. Φορούσε πολυτελή, ακριβά ρούχα. Παρατηρούσε γύρω της τα πάντα με προκλητικό και αυθάδη τρόπο, ενώ το πρόσωπό της ήταν πολύ έντονα μακιγιαρισμένο. Επιπλέον, επιτάχυνε το βήμα της, για να είναι η πρώτη που θα βρεθεί μπροστά στον έφηβο Ηρακλή και μόλις τον πλησίασε του είπε:

«Εάν με ακολουθήσεις, Ηρακλή, θα σε οδηγήσω στον πλέον ευχάριστο και εύκολο δρόμο, όπου δεν θα υπάρξει τίποτα ευχάριστο που να μην το γευθείς, και θα περάσεις όλη σου τη ζωή χωρίς να δοκιμάσεις δυσκολίες. Διότι πρώτον μεν ούτε για πολέμους ούτε για ενοχλήσεις θα φροντίζεις, αλλά θα ζεις τη ζωής σου αναζητώντας κάθε τι ευχάριστο, τρόφιμο ή ποτό, μπορείς να βρεις, οτιδήποτε σου προκαλεί ευχαρίστηση βλέποντας ή ακούγοντάς το, όποια πράγματα ευχαριστιέσαι μυρίζοντας ή αγγίζοντάς τα, όποιους ερωτικούς συντρόφους θέλεις να ευχαριστηθείς περισσότερο, και με ποιον τρόπον θα κοιμάσαι πιο μαλακά και με ποιον τρόπον εντελώς χωρίς κόπο θα τα καταφέρνεις όλα αυτά. Εάν δε κάποτε υπάρξει υπόνοια περί ελλείψεως όλων των μέσων, εξ αιτίας των οποίων θα έχεις αυτά τα αγαθά, δεν υπάρχει φόβος μήπως σε οδηγήσω στο να εξοικονομείς αυτά κοπιάζοντας και ταλαιπωρούμενος και στο σώμα και στην ψυχή, αλλά όσα οι άλλοι εργάζονται, αυτά εσύ θα χρησιμοποιείς χωρίς να χάνεις τίποτα, από το οποίο θα ήταν δυνατόν να κερδίσεις κάτι. Διότι εγώ παρέχω στους μαθητές μου τη δύναμη από παντού να ωφελούνται.»

Ο Ηρακλής όταν άκουσε όλες τις δελεαστικές προτάσεις αυτής της γυναίκας, την ρώτησε: «Και ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνη του απάντησε: «Οι φίλοι μου με ονομάζουν Ευδαιμονία, οι εχθροί μου όμως με ονομάζουν Κακία

Εν τω μεταξύ έφτασε και η δεύτερη ψηλή γυναίκα, η οποία είπε με την σειρά της στον έφηβο Ηρακλή:

«Επειδή ξέρω και εκείνους που σε γέννησαν και έχω καταλάβει την έφεσή σου στην μάθηση, για αυτούς τους λόγους σχηματίζω την ελπίδα, ότι, εάν ακολουθήσει τον δικό μου δρόμο, θα γίνεις πάρα πολύ καλός εργάτης των καλών και σεμνών έργων και εγώ ακόμη περισσότερο εντιμότερη και διαπρεπέστερη θα αναδειχθώ μέσω των αγαθών πράξεων σου. Δεν θα σε εξαπατήσω με ευχάριστους προλόγους, αλλά καθώς οι θεοί διέταξαν τα πράγματα, θα τα διηγηθώ με αλήθεια. Διότι από τα πραγματικά αγαθά και καλά τίποτε οι θεοί δεν δίνουν άνευ κόπου και φροντίδας στους ανθρώπους, αλλά εάν θέλεις να σου είναι ευσπλαχνικοί οι θεοί, πρέπει να τους τιμάς, εάν θέλεις από τους φίλους σου να αγαπιέσαι, πρέπει να ευεργετείς τους φίλους, εάν επιθυμείς να σε τιμά κάποια πόλη, πρέπει να ωφελείς την πόλη αυτή, εάν από όλη την Ελλάδα έχεις την αξίωση να θαυμάζεσαι για την αρετή σου, πρέπει να προσπαθείς να ευεργετείς την Ελλάδα, και εάν θέλεις η γη να σου δίνει καρπούς άφθονους, πρέπει να καλλιεργείς τη γη, και εάν νομίζεις, ότι πρέπει να βγάζεις χρήματα από τα ζωντανά, πρέπει να περιποιείσαι τα ζωντανά, και εάν μέσω του πολέμου έχεις ορμή να μεγαλώνεις και θέλεις να μπορείς και τους φίλους να ελευθερώνεις και τους εχθρούς να υποτάσσεις, πρέπει και αυτές τις πολεμικές τέχνες να μάθεις από εκείνους που τις ξέρουν καλά και πρέπει να ασκείσαι πώς να τις χρησιμοποιείς· εάν δε θέλεις και στο σώμα να είσαι δυνατός πρέπει να συνηθίσεις το σώμα να υπηρετεί την σκέψη και να το γυμνάζεις με κόπους και ιδρώτα.»

Αυτή η δεύτερη γυναίκα όμως, μίλησε τόσο μεστά και πειστικά ώστε ο Ηρακλής αναγνώρισε στο πρόσωπό της την Αρετή και μολονότι ο δρόμος που του πρότεινε ήταν ιδιαιτέρως δύσκολος και μακρύς, αποφάσισε να τον ακολουθήσει πραγματοποιώντας τους δώδεκα άθλους του που του πρόσφεραν εντέλει δόξα και υστεροφημία.

Βλέπεις, Γιάννη, όλοι αγωνίζονται σε αυτή τη ζωή ποιον δρόμο να διαλέξουν, είτε είναι στην αρχή της διαδρομής τους, είτε είναι στη μέση, είστε είναι στο τέλος. Κανένας δεν είναι καλός ή κακός. Ο καθένας είναι ένας "Ηρακλής". Καλά ή κακά είναι αυτά που θα κάνει και οι επιλογές του καθενός. Και πάντα έχει όλο το περιθώριο, την ελευθερία, να τα αλλάζει. Έτσι, άλλοι θα αγωνίζονται να μείνουν στον δρόμο της Αρετής, άλλοι θα αγωνίζονται να φύγουν από τον δρόμο της Κακίας.

 

Copyright, 28.7.24, Ιωάννα Ν. Τριπερίνα.

 

Το ορθόδοξο χριστιανικό ήθος

Συνεπτυγμένη μορφή του άρθρου του Αθανασίου Γιέφτιτς, που δημοσιεύτηκε στις 16 Μαΐου 2011 εδώ.
 

Το ορθόδοξο χριστιανικό ήθος περικλείεται στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού, που έγινε σάρκα, δηλαδή άνθρωπος, και σταυρώθηκε και αναστήθηκε από το βασίλειο των νεκρών και παραμένει ως Θεάνθρωπος μαζί μας όλες τις ήμερες μέχρι τη συντέλεια του αιώνος. Το όνομα του Χριστού (ο «χρισμένος») φανερώνει ολόκληρη την Αγία Τριάδα: τον χρίσαντα Θεόν, τον χρισθέντα Υιόν και το χρίσμα, το Άγιο Πνεύμα. Ο Χριστός είναι αχώριστος από την Εκκλησία, που είναι το σώμα Του, και η Εκκλησία είναι αχώριστη από το Χριστό, που είναι η κεφαλή της και η απαρχή της, η ζωή της και το ήθος της.

Το Χριστολογικό δόγμα, όπως επίσης και το Τριαδικό, το Εκκλησιολογικό, το Ανθρωπολογικό, όπως και όλα τα άλλα δόγματα της πίστεως, για μας τους ορθοδόξους δεν είναι φιλοσοφικές κατηγορίες ή αρχές ή στοιχεία από ένα μεγαλεπίβολο φιλοσοφικό σύστημα, είτε αυτό ονομάζεται χριστιανικό, ή ιδεαλιστικό, ή υπαρξιακό, ή όπως αλλιώς μπορεί να ονομασθεί, αλλά είναι το «κήρυγμα των Αποστόλων και τα δόγματα των Πατέρων», δηλαδή για τη μια και μοναδική πίστη της Εκκλησίας, που μέσα της ζούμε, σωζόμαστε και γινόμαστε θεοί κατά χάρη.

Το ορθόδοξο  ήθος, που είναι η κοινωνία του προσώπου μας με το Θεό Πατέρα εν Χριστώ διά του Αγίου Πνεύματος και ο αγιασμός ολόκληρου του ανθρώπου στην οδό της θεώσεως, αρχίζει να υπάρχει, μόνον όταν έχουμε ως προϋπόθεση την ορθή πίστη, την ορθοδοξία, την ορθότητα της πίστεως, «το πρώτον της σωτηρίας ημών φάρμακον». Όμως, η πίστη χωρίς έργα νεκρά είναι, αλλά και τα έργα χωρίς πίστη είναι νεκρά. Είναι λοιπόν φανερό, πως η ορθή πίστη, δηλαδή η ορθοδοξία, είναι το θεμέλιο και το περιεχόμενο της νέας ζωής εν Χριστώ και του ήθους της Εκκλησίας και κάθε ανθρώπου, που στην περιοχή της αναγεννιέται ως «καινή κτίσις». Το να είναι κανείς καινούρια κτίση εν Χριστώ, αυτό δηλαδή που είναι το ορθόδοξο ήθος, σημαίνει ότι οι αρχαίες και νεώτερες πλάνες της ειδωλολατρείας και της ψευτολατρείας του Θεού ξεπεράστηκαν και έφτασε η αληθινή Θεογνωσία και η ορθόδοξη λατρεία του Θεού εν Πνεύματι και αληθεία.

Όποιος τηρήσει βιωματικά το λόγο και την εντολή του Χριστού, αυτός μένει στο Θεό και ο Τριαδικός Θεός -Πατήρ, Υιός και Πνεύμα- θα έλθουν και θα κατασκηνώσουν μέσα του ώστε να γίνει καθολικό κατοικητήριο και οίκος και ναός του Θεού, «ναός θεοφόρος», «ναός χριστοφόρος», «ναός του Πνεύματος», ναός, δηλαδή, που μέσα του κατοικεί ο Χριστός και ο Πατέρας Του και ο Άγιο Πνεύμα.

Ο Χριστός είναι λοιπόν η ενυπόστατη, η γεμάτη ζωή θεανθρώπινη καθολική πίστη, που μέσα της έχει και την αρετή, τη ζωή δηλαδή και το ήθος. 

Σύμφωνα και με τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, ο Χριστός γίνεται στον καθένα που πιστεύει σ’ Αυτόν «δύναμις φρονήσεως, ισχύς γνώσεως, σθένος σοφίας, κράτος δικαιοσύνης, και θεμέλιον αγάπης Θεού και ανθρώπων, και ενέργεια πάσης ιεράς εντολής και θείου θελήματος, και μία επιστημονική και φυσική αποστροφή και μίσος πάσης κακίας και αμαρτίας και ηδονής και πονηρίας. Διότι ο Χριστός είναι η ελπίς, και η ειρήνη ημών, και χωρίς τον Χριστόν, όχι μόνον δεν δύναται να κάμη κανείς κανένα καλόν, αλλά είναι και απομακρυσμένος από τον Θεόν» (Λόγος 13).

Το χριστοκεντρικό ήθος στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι μια «Ιmitatio Christi»(=μίμηση Χριστού), αλλά η εν Χριστώ ζωή· χριστοβίωμα· θεανθρώπινη συμβίωση (όπως η άμπελος και τα κλήματα)· καθολική ένδυση του Χριστού· ευχαριστιακή ενσωμάτωση του Χριστού στους πιστούς και των πιστών στο Χριστό, ή ενχρίστωση. 

Ολόκληρη η θεανθρώπινη οικονομία του Σωτήρος Χριστού για τη σωτηρία μας: η γέννηση, η μεταμόρφωση, η σταύρωση, η ανάσταση κλπ. επαναλαμβάνονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα στη ζωή των χριστιανών, τόσο λειτουργικά σε κάθε Θεία Λειτουργία, όσο και βιωματικά, στη ζωή του χριστιανού και αυτό είναι το λειτουργικό-ασκητικό ήθος της Ορθοδοξίας. 

Έτσι στο Βάπτισμα γεννιέται ο πιστός εν τω Χριστώ και ο Χριστός εν τω πιστώ και στη συνέχεια ο πιστός ζει την επίγεια ζωή του Χριστού: σταυρώνεται μαζί με το Χρίστο στο θάνατό Του, πεθαίνει για την αμαρτία και τα πάθη, αλλά και ανασταίνεται και ζωοποιείται με το Χριστό για την «άλλην βιοτήν την αιώνιον». 

Για τους ορθοδόξους το ήθος μπορεί να είναι χριστιανικό, μονάχα όταν είναι «πνευματικό», όταν είναι «καρπός του Πνεύματος»: «Το Πνεύμα το Άγιον, το εκ του Πατρός αφράστως εκπορευόμενον και δι’ Υιού ημίν επιφοιτών τοις πιστοίς, Πνεύμα ζωής και συνέσεως, Πνεύμα αγιωσύνης και τελειότητος, Πνεύμα το αγαθόν, το σοφόν, το φιλάνθρωπον, το ηδύ, το ένδοξον, το τρέφον ομού και ποτίζον, το ελεούν, το φωτίζον, το δυναμούν, Πνεύμα θείον υπομονής, Πνεύμα χαράς μεταδοτικόν, ευφροσύνης, σωφροσύνης, σοφίας, γνώσεως, πραότητος, αμνησικακίας, αμεριμνίας των κάτω, θεωρίας των άνω, διωκτήριον ακηδίας, αμελείας απελατήριον, περιέργειας και πονηρίας φυγαδευτήριον, Πνεύμα μυστηρίων δηλωτικόν, αρραβών ουρανών βασιλείας, προφητείας πηγή, διδασκαλίας κρατήρ, αμαρτίας αναιρετικόν, μετανοίας θύρα, την είσοδον τοις αγωνιζομένοις υποδεικνύον οία δη θυρωρός, Πνεύμα αγάπης, ειρήνης, πίστεως, εγκρατείας, Πνεύμα πόθου και πόθον εμποιούν, ελθέ και ενσκήνωσον και μείνον εν ημίν αχωρίστως, αδιαιρέτως, αγιάζον και μεταποιούν και φωτίζον ημών τας καρδίας, ως ομοούσιον και ομότιμον τω Υιώ και τω Πατρί και ως θεούς τούς υποδεχόμενους Σε εργαζόμενον και πάσαν μεν αμαρτίαν εξαφανίζον, πάσαν δε αρετήν συνεισφέρον τη εισόδω Σου». (Συμεών του Ν. Θεολόγου, Θεολογικός Γ, σ.156-158)


 
 

Το χριστιανικό ήθος

 

Βασικά σημεία του άρθρου του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, που δημοσιεύτηκε στις 29/02/2020 εδώ.

 

Τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ήθος των χριστιανών τονίζει ο Χριστός στην “Επί του Όρους Ομιλία” του (Ματ 6:14-21) με τρεις σύντομες επισημάνσεις του: 

Συγχωρητικότητα "Αν συγχωρείτε τους ανθρώπους για τα παραπτώματά τους, θα συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας"

Τρόπος νηστείας "Όταν νηστεύετε, να μην εμφανίζεστε σκυθρωποί σαν τους υποκριτές"

Στάση απέναντι στα υλικά αγαθά "Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη". 

Έτσι το ήθος όσων θέλουν να λέγονται μαθητές του διαφέρει από τη συνήθη ηθική συμπεριφορά του κοινωνικού συνόλου, καθώς το αποφασιστικό κριτήριο για τις επιλογές του χριστιανού δεν είναι η εικόνα που δίνει στους άλλους ανθρώπους αλλά το τι πραγματικά κάνει για τους άλλους ανθρώπους. Έτσι, το ζητούμενο για τον χριστιανό δεν είναι απλώς η μετάνοια, η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η απόφαση για αλλαγή του τρόπου ζωής του, αλλά, αν επιθυμεί να διαμορφώσει μια αληθινή σχέση με τον Θεό, πρέπει πρώτα να διαμορφώσει μια αληθινή σχέση με τον συνάνθρωπό του.

Ο Θεός δεν παρεμβαίνει στην ανθρώπινη ιστορία για να σωθούν μερικοί καλοί άνθρωποι, αλλά επιθυμεί τη σωτηρία όλων των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι η σωτηρία που επαγγέλλεται ο Χριστός δεν είναι ένα ατομικό κατόρθωμα του ευσεβούς ανθρώπου, δεν επιτυγχάνεται με την πιστή τήρηση κάποιων θρησκευτικών υποχρεώσεων, αλλά ο δρόμος για να φτάσει κανείς σ’ αυτήν περνάει μέσα από τον συνάνθρωπό του. 

Μια από τις πιο βασικές διδασκαλίες της χριστιανικής πίστης είναι ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο τέλειο. Αυτό σημαίνει ότι το κακό δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, άρα είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτο. Κάνει την εμφάνισή του μόνον εκεί όπου υποχωρεί το καλό. Και το καλό υποχωρεί κάθε φορά που ο άνθρωπος απομακρύνεται από τον Θεό, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας που ο ίδιος ο Θεός του έδωσε πάνω στη φύση. Η εξουσία όμως του ανθρώπου πάνω στη φύση δεν είναι ανεξέλεγκτη, αλλά παραχωρείται σ’ αυτόν από τον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος και υπόλογος απέναντι στον Θεό για τη σωστή διαχείριση της φύσης. 

 

 

Το ορθόδοξο ήθος

 

Περίληψη του άρθρου του π. Αντώνιου Αλεβιζόπουλου, που δημοσιεύτηκε εδώ.

 

«ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν... Εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν...» (Ιω. ιζ' 23). 

 

Το ορθόδοξο ήθος είναι η στάση του ανθρώπου απέναντι στον Θεό, στον συνάνθρωπο, στον εαυτό του και στον κόσμο. Από αυτή τη στάση εξέπεσε ο άνθρωπος με την πτώση. Όμως επανήλθε σ' αυτήν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Γι' αυτό και η ευσέβεια ταυτίζεται με το γεγονός της θεανθρωπότητας του Χριστού. Όταν ο άνθρωπος γίνει μέτοχος του Σώματος του Χριστού, χριστοποιείται και ρυθμίζει όλη τη ζωή του με βάση το φρόνημα του Χριστού. Τότε το ήθος του ανθρώπου εναρμονίζεται με την αληθινή του φύση, που είναι ενότητα, αρμονία, αγάπη και, απομακρύνοντας τον άνθρωπο από την αυτονομία, τον οδηγεί με έμπρακτη πίστη να γίνει θεοφόρος, χριστοφόρος και πνευματοφόρος, και να αυξηθεί σε κοινωνία αγάπης. Έτσι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τα δεσμά της αμαρτίας και των παθών, οδηγούμενος, με βαθιά συναίσθηση της αποτυχίας του, σε αλλαγή προσανατολισμού, σε μετάνοια. Τότε αποδέχεται ένα τρόπο ζωής που είναι σύμφωνος με την πραγματική του φύση και απαντά στην αγάπη του Θεού με τη δική του αγάπη. Έτσι η ελευθερία του δεν αποβαίνει καταλυτική για την προσωπικότητά του, αλλά σωτήρια καθώς έχει έναν σκοπό. Ο άνθρωπος καλείται σε διαρκή πνευματικό αγώνα, στον οποίο όμως δεν μένει μόνος, εάν αποφασίσει να δεχθεί και να χρησιμοποιήσει την «πανοπλία του Θεού», για να συντρίψει τον διάβολο. Σ' αυτό τον αγώνα η σωματική άσκηση, ιδιαίτερα η κατά Χριστόν εγκράτεια και η κατά Χριστόν ταπείνωση, εξουδετερώνουν κάθε εχθρική επιβουλή.

 

Η αλίευση των άρθρων από το διαδίκτυο έγινε την 16/12/23 από την Ιωάννα Ν. Τριπερίνα, καθώς και η σύνταξη. Τα δικαιώματα παραμένουν στους δημιουργούς τους.

 

Ορθόδοξο χριστιανικό ήθος

Συμμετέχοντας ένας άνθρωπος στην λατρευτική ζωή στην εκκλησία του Χριστού θα ζήσει τον φόβο του Θεού, το δέος για τον Θεό που ψάχνει, καθώς συνειδητοποιεί τόσο την ταπεινότητά του όσο και την κοινωνία του με τους άλλους ανθρώπους. Τότε η ευσέβειά του θα τον οδηγήσει στην πίστη ότι η χάρις και η αγάπη του Θεού απευθύνονται σε εκείνον προσωπικά, προσφέροντάς του όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και την ελπίδα ότι θα τα αξιοποιήσει για όλους, ως είναι άξιον και δίκαιον, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Καθώς μετέχει στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, προσφέροντας τον παλαιό εαυτό του και ανακαινίζοντάς τον, γίνεται ο ίδιος Χριστός, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού, και αρχίζει να προσφέρει και ο ίδιος τα χαρίσματά του και την αγάπη του προς τους άλλους και τον κόσμο, βιώνοντας την ευχαριστία, την ευγνωμοσύνη. Ως άνθρωπος όμως είναι βέβαιον ότι θα υποπέσει σύντομα στην αμαρτία' αυτή είναι η τραγικότητα του ανθρώπου, όχι ως καταδίκη/τιμωρία από τον Θεό προς τον άνθρωπο, αλλά ως ίδιον της ανθρώπινης ύπαρξης σε αυτόν τον κόσμο, στην αμαρτία να κάνει άλλους να υποφέρουν ή να υποφέρει ο ίδιος. Η συμφιλίωση με αυτή την ιδέα συνδέεται με την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης η οποία, μόλο που γεννά πόνο, είναι αυτή που θα οδηγήσει στην μετάνοια, στην μεταβολή του νου, μέσω της άσκησης, του πνευματικού του αγώνα, της προσευχής για τον κόσμο, τους άλλους και τον εαυτό του, και της νηστείας, της εγκράτειας, που θα ειρηνεύσουν την ψυχή του και θα τον οδηγήσουν στη συγχώρηση των άλλων και του ιδίου. Αυτός ο φωτισμός της ψυχής του είναι το εισιτήριο προς την ελευθερία, την ελευθερία προς την αιώνια ζωή σπάζοντας τα δεσμά αυτής της μάταιης και πρόσκαιρης.

Copyright, 17.12.23, Ιωάννα Ν. Τριπερίνα.

 

 


Επιστροφή στο

Ελληνικό Εργαστήριο Έρευνας Ανάπτυξης και Εφαρμογής της Ψυχολογίας

 

 

_____________________

 

Ιωάννα Ν. Τριπερίνα, Ψυχολόγος MSc

Έδρα CleverCareer: Γληνού Δημ. 38, 32200 Θήβα, Βοιωτία, Ελλάδα | T. +302262302619 | K. +306977702872

gmail: ioannatriperina

www.clevercareer.gr, copyright Ι.Ν.Τ, 2000-2024

_____________________

 

 

Χαιρόμαστε να συνδεθούμε μαζί σας